αφή

αφή
Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με μορφή μικρής παραμόρφωσης ή ελαφριάς πίεσης, ειδικοί μικροσκοπικοί ανατομικοί σχηματισμοί που βρίσκονται στο δέρμα και ονομάζονται σωματίδια του Meissner. Αυτά τα σωματίδια είναι ειδικοί νευρο-υποδοχείς της απτικής αισθητικότητας· από τα σωματίδια του Meissner το ερέθισμα διά των κεντρομόλων ινών των περιφερικών νεύρων φτάνει στον νωτιαίο μυελό και από εκεί μεταβιβάζεται στα εγκεφαλικά κέντρα του θαλάμου και του φλοιού. Η κατανομή των απτικών σωματιδίων διαφέρει στις διάφορες δερματικές περιοχές, οι οποίες γι’ αυτό έχουν διαφορετική αισθητικότητα· η αισθητικότητα αυτή, για παράδειγμα, είναι μεγαλύτερη στα άκρα των δαχτύλων, στη γλώσσα, στα χείλη και μικρότερη στον κορμό και τα μέλη του σώματος. Η λειτουργία της α. επιτρέπει όχι μόνο την απλή αντίληψη ενός ερεθίσματος, αλλά και την εντόπισή του, την εκτίμηση της έντασής του και τη διάκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων ερεθισμάτων (απτικός διαχωρισμός). Διαταραχές της απτικής αισθητικότητας (υποαισθησία = ελάττωση, αναισθησία = απώλεια, υπερευαισθησία = αύξηση δυσάρεστη ή επώδυνη) συμβαίνουν σε διάφορες δερματικές περιοχές ύστερα από τραυματικές λοιμώδεις, εκφυλιστικές και τοξικές παθήσεις των νεύρων και του νωτιαίου μυελού (νευρίτιδα, πολυνευρίτιδα, μυελίτιδα, συριγγομυελία, νωτιάς φθίση, σκλήρυνση κατά πλάκας κ.ά.), καθώς και σε μερικές εγκεφαλικές και ψυχικές παθήσεις.
* * *
η (AM ἀφή)
1. μία από τις πέντε αισθήσεις, κατά την παραδοσιακή ταξινόμησή τους, με την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε με το άγγιγμα τη στιλπνότητα, σκληρότητα κ.λπ. μιας επιφάνειας ή το σχήμα ενός αντικειμένου χωρίς τη βοήθεια της όρασης
2. άγγιγμα, επαφή
αρχ.
1. το να ανάβει κανείς φως ή φωτιά («περι λύχνων ἀφάς» — την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, το σούρουπο)
2. το να χτυπάει κανείς τις χορδές μουσικού οργάνου
3. (για παλαιστές) λαβή, πιάσιμο
4. η άμμος που έβαζαν οι παλαιστές στο σώμα τους αφού αλείφονταν με λάδι, ώστε να μπορεί να πιάνει ο ένας τον άλλο χωρίς να γλιστρούν τα χέρια τους
5. (μαθ.-φυσ.) επαφή δύο επιφανειών
6. άρθρωση, αρμός του σώματος
7. μόλυνση, μετάδοση μολυσμα τικής αρρώστιας, κυρίως της λέπρας
8. πληθ. ἁφαί
μαστιγώματα, χτυπήματα και γενικά τραύμα, πληγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπτω. Ο τ. αφή με ανομοίωση δασέων.
ΣΥΝΘ. επαφή
αρχ.
εξαφή, συναφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁφή — lighting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφῇ — ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφή — η μία από τις πέντε αισθήσεις: Αισθητήριο της αφής είναι το δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφῇ — ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφῆι — ἁφῇ , ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαῖς — ἁφή lighting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαί — ἁφή lighting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφήν — ἁφή lighting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”